κολλώ

κολλώ
και κολνώ (AM κολλῶ, -άω)
1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.)
2. συνδέω, προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο με συρραφή, κάρφωμα, θέρμανση, σφυρηλάτηση κ.λπ. (α. «έδωσα να μού κολλήσουν το μπρίκι» β. «τέλειωσα το πουλόβερ, θέλω μόνο να κολλήσω τα μανίκια και τον γιακά» γ. «ἄνδρ' εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ' ἀνέρι κολλήσαντα», Κλεοβουλ.)
3. (για τη σκόνη) επικάθημαι κάπου (α. «κόλλησε σκόνη στα παπούτσια σου» β. «τὸν κονιορτόν... τὸν κολληθέντα ἡμῑν... ἀπομασσόμεθα», ΚΔ)
4. (για τη γλώσσα) χάνω την ευλυγισία μου, στεγνώνω, ξεραίνομαι (α. «κόλλησε η γλώσσα μου απ' τη δίψα» β. «κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου ἐάν μή σου μνησθῶ», Ψαλμ.)
5. (για τα οστά τού σώματος) απογυμνώνομαι από τις σάρκες μου λόγω υπερβολικής αδυναμίας (α. «κόλλησαν τα κόκαλά του από τη δίαιτα» β. «ἀπὸ φωνῆς τοῡ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῡν μου τῇ σαρκί μου», ΠΔ)
6. (ιδίως για ζώα) συνουσιάζομαι («ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἕν σῶμά ἐστι», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επικολλώ («κόλλησα δύο ενοικιαστήρια για το διαμέρισμα»)
2. προσκολλώμαι σε κάποιον φορτικά ή πλησιάζω κάποιον με επιτήδειο τρόπο για να επωφεληθώ από αυτόν (α. «δεν μπορούν να βγουν ποτέ οι δυο τους μόνοι, γιατί κολλά συνέχεια μαζί τους και η αδελφή της» β. «κολλά δύο χρόνια τώρα στον βουλευτή μήπως μπορέσει και βρει καμιά θέση»)
3. γίνομαι φορτικός, ενοχλώ («μη μού κολλάς τώρα, γιατί έχω πολλή δουλειά»)
4. φλερτάρω, ερωτοτροπώ («τού κολλάει συνέχεια, ενώ ξέρει ότι είναι παντρεμένος»)
5. (για έμμονη ιδέα) ριζώνω στον νου κάποιου («τού κόλλησε πως έχει καρκίνο»)
6. παίρνω ή μεταδίδω νόσο ή κάτι άλλο, συνήθως κακό (α. «κόλλησα ψείρες» β. «κόλλησε έιτζ» γ. «τής κόλλησε τη χαρτοπαιξία»)
7. φρ. α) «κόλλησε το μυαλό μου» — δεν μπορώ να σκεφθώ
β) «κόλλησε το φαΐ» — το φαΐ τσίκνισε, κάηκε λίγο
γ) «κολλώ ρετσινιά» — προσάπτω κατηγορία, δυσφημίζω
δ) «τόν κόλλησα στον τοίχο» — τόν αποστόμωσα, τόν έκανα να μην μπορεί να απαντήσει
ε) «δεν κολλάει»
i) δεν ταιριάζει
ii) δεν μπορεί να γίνει πιστευτό
στ) «μού κόλλησε σαν τσιμπούρι» — δεν εννοεί να απομακρυνθεί από κοντά μου
ζ) «δεν κολλάς» — δεν είσαι ανεκτός ή δεν θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις
8. παροιμ. α) «στη βράση κολλάει το σίδερο» — η έγκαιρη ενέργεια φέρνει την επιτυχία
β) «άλλα που κολλούν μ' αλεύρι κι άλλα με ψαρόκολλα» — για την επιτυχία μιας επιδίωξης απαιτείται κάθε φορά και άλλος τρόπος ενέργειας
γ) «που τού κολλήσει πετριά άσ' τόνε κι ας κουρεύεται» — αυτός που κατέχεται από έμμονες ιδέες είναι ανίατος
δ) «οπού κολλάει με γύφτους γυφτιές θα συνηθίσει» — συνηθίζεις τον τρόπο ζωής εκείνου με τον οποίο ζεις
νεοελλ.-μσν.
1. (για νόσο) μεταδίδομαι, είμαι κολλητικός («ο καρκίνος δεν κολλά»)
2. προσάπτω σε κάποιον κατηγορία ή σκωπτικό παρωνύμιο (α. «τού κόλλησαν πως έχει βάλει στο μάτι την προίκα» β. «τού κόλλησαν το παρατσούκλι κοντοπίθαρος»)
μσν.
1. πλησιάζω
2. χτυπώ κάποιον
3. πυροβολώ, κανονιοβολώ
μσν.-αρχ.
παθ. κολλῶμαι, -άομαι
αφοσιώνομαι σε κάποιον («ἐκολλήθη ἡ ψυχὴ μου ὀπίσω σου», ΠΔ)
αρχ.
1. μτφ. συναρμόζω, συνάπτω στερεά («ἐν γὰρ ταῑς φιλίαις ἐάν μὲν πόθος ἐνῇ τις κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ἤθη», Πλάτ.)
2. (σχετικά με πληγή) επουλώνω
3. συντελώ σε μια κατασκευή («κολλᾱ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα. Ο τ. κολνώ είναι μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. < αόρ. ἐκόλλησα αναλογικά προς μεταπλασμένους ενεστωτικούς τ. άλλων υγρόληκτων ρ. με αόρ. -ασα κατά το σχήμα ἐπείνασα: πεινῶ (πρβλ. ἐχάλασα: χαλνῶ). Η λ. ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα εξής σύνθ.: ανακολλώ, αποκολλώ, εγκολλώ, παρακολλώ, προσκολλώ, συγκολλώ
αρχ.
διακολλώ, κατακολλώ, περικολλώ, υποκολλώ
νεοελλ.
ανασυγκολλώ, επικολλώ, ηλεκτροσυγκολλώ, θυροκολλώ, ξανακολλώ, ξεκολλώ, οξυγονοκολλώ, πρωτοκολλώ, σιδεροκολλώ, τοιχοκολλώ, χρυσοκολλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολλώ — και κολλάω και κολνώ κόλλησα, κολλήθηκα, κολλημένος 1. ενώνω με κολλητική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συγκολλώ: Κολλάω χαρτόσημα. 2. συνενώνω, συνδέω: Έδωσα να μου κολλήσουν το μπρίκι. 3. μεταδίδω ασθένεια, μολύνω: Η γυναίκα μου με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλώ — κολλάω / κολλώ, κόλλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολλῶ — κολλάω glue pres imperat mp 2nd sg κολλάω glue pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κολλάω glue pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυγκολλώ — κολλώ πάνω σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσημαίνω — κολλώ γραμματόσημο σε γράμματα ή άλλα αντικείμενα που ταχυδρομώ: Γραμματοσήμανα όλες τις ευχετήριες κάρτες πριν τις στείλω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Колот (имя) — У этого термина существуют и другие значения, см. Колот. Колот греческое Род: муж. Уменьш. формы: Колоша Иноязычные аналоги: англ.  …   Википедия

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”